τρέπω

τρέπω
ΝΜΑ, και δωρ. τ. τράπω Α
1. κάνω κάποιον ή κάτι να στραφεί, να αλλάξει κατεύθυνση ή στάση (α. «οι κακές παρέες τόν έτρεψαν στο κακό» β. «πρὸς εὐφροσύναν τρέψαι... ἦτορ», Πίνδ.
γ. «τήνδε... τὴν ὁδὸν ἀναγκαιοτάτην ἡμῑν εἶναι τρέπεσθαι», Πλάτ.)
2. μετατρέπω, μεταβάλλω, αλλάζω (α. «το ε τού θέματος τρέπεται σε ο» β. «ἐπὶ τὸ βέλτιον τρέπειν», Αριστοφ.
γ. «τρέπεται χρώς», Ομ. Ιλ.)
3. μέσ. τρέπομαι
α) κατευθύνομαι
β) στρέφω την προσοχή μου σε κάτι, αφοσιώνομαι, επιδίδομαι σε κάτι («τρέπεσθαι πρὸς τὸν πότον», Πλάτ.)
4. φρ. «τρέπω σε φυγή», «τρέπω εἰς φυγήν» — αναγκάζω κάποιον να υποχωρήσει τρέχοντας
αρχ.
1. κατευθύνω κάποιον εναντίον άλλου («ἐς κεφαλὴν τρέποιτό μοι» — ας πέσει στο κεφάλι μου, Αριστοφ.)
2. αποτρέπω, απομακρύνω, εμποδίζω («τρέψας ἀπὸ τείχεος», Ομ. Ιλ.)
3. αναγκάζω κάποιον να φύγει τρέχοντας («ἔτρεψε φάλαγγας», Τυρτ.)
4. ανατρέπω, αναποδογυρίζω
5. μεταχειρίζομαι, χρησιμοποιώ («τὰ μὲν ἄνω αὐτῆς [τῆς βίβλου]... εἰς ἄλλο τι τρέπουσι, τὸ δὲ κάτω τρώγουσι», Ηρόδ.)
6. (μέσ. και παθ.) (για τόπο) είμαι στραμμένος προς κάποια κατεύθυνση, βλέπω προς κάποιο μέρος («ἀντ' ἠελίου τετραμμένος», Ησίοδ.)
7. φρ. «πάλιν τρέπω» — γυρίζω κάποιον προς τα πίσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Το ρ. τρέπω ανάγεται κατά μία άποψη σε ΙΕ ρίζα *trep και συνδέεται με το αρχ. ινδ. trapate «νιώθω ντροπή» (πρβλ. ἐντρέπομαι). Ο τ. όμως toroqo «στριφτό κρόσσι», που μαρτυρείται στη Μυκηναϊκή, οδήγησε πολλούς να υποθέσουν ότι το ρ. ανάγεται σε ρίζα *trekw- με χειλουπερωικό φθόγγο (πρβλ. λατ. torqueo «στρέφω»), αν και ο μυκην. τ. θα μπορούσε κάλλιστα να συνδεθεί με το ρ. στρέφω (πρβλ. μυκην. kusutoroqa - συστροφή, βλ. λ. στρέφω). Στην απαθή βαθμίδα τού θ. τρεπ- ανάγονται το ουσ. τρέψις και το ρηματ. επίθ. τρεπτός, στην ετεροιωμένη βαθμίδα τροπ- τα ουσ. τρόπος, τροπή, τροπίας, τρόπις, επίσης το ρ. τροπῶ, ενώ στη συνεσταλμένη βαθμίδα τραπ- ανάγονται ο δωρ. τ. τού ρ. τράπω και τα σύνθ. σε -τράπ-ελος (πρβλ. εὐ-τράπελος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τρέπω — Studien zum griech. Perf. pres subj act 1st sg τρέπω Studien zum griech. Perf. pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρέπω — τρέπω, έτρεψα βλ. πίν. 9 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • τρέπω — έτρεψα, τράπηκα, τραμμένος 1. κάνω κάτι να στραφεί, να αλλάξει κατεύθυνση: Έτρεψε την πορεία του δυτικότερα. 2. μετατρέπω, αλλάζω: Τρέπω τον ακέραιο σε κλάσμα. 3. το μέσ., τρέπομαι κατευθύνομαι: Η επιδημία τρέπεται προς την Ασία. 4. μεταβάλλομαι… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τρέπεσθον — τρέπω Studien zum griech. Perf. pres imperat mp 2nd dual τρέπω Studien zum griech. Perf. pres ind mp 3rd dual τρέπω Studien zum griech. Perf. pres ind mp 2nd dual τρέπω Studien zum griech. Perf. imperf ind mp 2nd dual (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρέπον — τρέπω Studien zum griech. Perf. pres part act masc voc sg τρέπω Studien zum griech. Perf. pres part act neut nom/voc/acc sg τρέπω Studien zum griech. Perf. imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) τρέπω Studien zum griech. Perf. imperf ind act 1st… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετραμμένα — τρέπω Studien zum griech. Perf. perf part mp neut nom/voc/acc pl τετραμμένᾱ , τρέπω Studien zum griech. Perf. perf part mp fem nom/voc/acc dual τετραμμένᾱ , τρέπω Studien zum griech. Perf. perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρέπεσθε — τρέπω Studien zum griech. Perf. pres imperat mp 2nd pl τρέπω Studien zum griech. Perf. pres ind mp 2nd pl τρέπω Studien zum griech. Perf. imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρέπετε — τρέπω Studien zum griech. Perf. pres imperat act 2nd pl τρέπω Studien zum griech. Perf. pres ind act 2nd pl τρέπω Studien zum griech. Perf. imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρέπῃ — τρέπω Studien zum griech. Perf. pres subj mp 2nd sg τρέπω Studien zum griech. Perf. pres ind mp 2nd sg τρέπω Studien zum griech. Perf. pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρέψαι — τρέπω Studien zum griech. Perf. aor imperat mid 2nd sg τρέπω Studien zum griech. Perf. aor inf act τρέψαῑ , τρέπω Studien zum griech. Perf. aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”